επανορθωτής

επανορθωτής
ο , επανορθώτρια η тот, кто исправляет, поправляет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επανορθωτής" в других словарях:

  • ἐπανορθωτής — corrector masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανορθωτής — ο (Α ἐπανορθωτής) [επανορθώνω] αυτός που επανορθώνει αρχ. 1. (ειδ.) βοηθός, έφεδρος, έτοιμος να αναπληρώσει τις απώλειες ενός τμήματος τής παρατάξεως σε ώρα μάχης 2. αυτός που παίρνει εντολή να μεταρρυθμίσει τους νόμους, ο διορθωτής (στους… …   Dictionary of Greek

  • επανορθωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που επανορθώνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπανορθωτήν — ἐπανορθωτής corrector masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανορθωτά — ἐπανορθωτά̱ , ἐπανορθωτής corrector masc nom/voc/acc dual ἐπανορθωτής corrector masc voc sg ἐπανορθωτής corrector masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανορθωτάς — ἐπανορθωτά̱ς , ἐπανορθωτής corrector masc acc pl ἐπανορθωτά̱ς , ἐπανορθωτής corrector masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… …   Dictionary of Greek

  • ἐπανορθωτέα — ἐπανορθωτέος to be corrected neut nom/voc/acc pl ἐπανορθωτής corrector masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»